- επικήδειος
- -α, -ο (AM ἐπικήδειος, -ον)αυτός που γίνεται ή λέγεται κατά την κηδεία, ο νεκρώσιμος (α. «επικήδειος λόγος» β. «ἄεισον ἐν δακρύοις ᾠδὰν ἐπικήδειον», Ευρ.)νεοελλ.το αρσ. ως ουσ. ο επικήδειος (λόγος)νεκρώσιμη ομιλίααρχ.το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπικήδειον (μέλος)θρηνητικό τραγούδι.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κήδειος (< κήδος «φροντίδα»)].
Dictionary of Greek. 2013.